ασπαλιεύς

ασπαλιεύς
ἀσπαλιεύς, ο (Α)
ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. ασπαλιεύς θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. άσπαλος «ιχθύς» (Ησύχ.), έπειτα από αναλογική επίδραση του τ. αλιεύς. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άσπαλος συνδέεται με τα λατ. squalus, ονομασία ενός μεγάλου ψαριού, αρχ. νορβ. hvalr «φάλαινα», αρχ. πρωσ. kalis «γλανός» (είδος ψαριού του γλυκού νερού)», πράγμα που εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Προτιμότερο ίσως θα ήταν να θεωρηθεί η λ. άσπαλος μεσογειακής προελεύσεως. Τέλος η αρχαία υπόθεση ότι ο τ. προέρχεται από ανα- + σπάω οφείλεται σε παρετυμολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀσπαλιεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιεῖς — ἀσπαλιεύς masc acc pl ἀσπαλιεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιεῖ — ἀσπαλιεύς masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιεῦσι — ἀσπαλιεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιεῦσιν — ἀσπαλιεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιῆες — ἀσπαλιεύς masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιῆι — ἀσπαλιεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιῆος — ἀσπαλιεύς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιήων — ἀσπαλιεύς masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιῆ' — ἀσπαλιῆα , ἀσπαλιεύς masc acc sg (epic ionic) ἀσπαλιῆι , ἀσπαλιεύς masc dat sg (epic ionic) ἀσπαλιῆε , ἀσπαλιεύς masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”